Κυριακή 3 Ιουνίου 2012

Ποίημα για την Υπαιτιότητα

Ήμουν δεν ήμουν τεσσάρων, όταν ο Διονύσης, είπε ψέματα στη νηπιαγωγό μας, την κυρία Σοφία, ότι τον είχα χτυπήσει στο κεφάλι. Άκουσα τ’ όνομά μου και πλησίασα: το κρανίο του Διονύση όντως αιμορραγούσε, με τη διαφορά ότι εγώ δεν τον είχα καν αγγίξει. Έπαιζα κομμωτήριο με τη φίλη μου την Αγγέλα, στην άλλη άκρη του προαυλίου: έκανε την πελάτισσα κι εγώ την κομμώτρια. Ο Διονύσης επέμενε ότι τον έγδαρα με τα χέρια μου. Το έκανε άραγε γιατί είχα επιλέξει αντ’ αυτού τον Χρήστο; Το έκανε γιατί τον εκνεύριζα που ήξερα ανάγνωση και διάβαζα στα νήπια παραμύθια; Που ήμουν πιο ψηλή από κείνον; Εικοσιπέντε και πλέον χρόνια μετά, ακόμη δε γνωρίζω το λόγο. Όπως και να’ χει ήταν η πρώτη φορά που ήρθα σε επαφή με τη συκοφαντία. Την αδικία. Τη διαβολή. Η κυρία Σοφία, λόγω αμφιβολιών, δεν με επέπληξε ιδιαίτερα, αλλά θυμάμαι ότι τα φρύδια της είχαν πλησιάσει πολύ το ένα το άλλο κι είχαν σχηματίσει γεφύρι πάνω από ένα ρυάκι στερεμένο. Μου είπε για καλό και για κακό να κόβω πιο βαθιά τα νύχια μου.
Έχω ανατρέξει πολλές φορές σ’ αυτήν την ιστορία, την τόσο καθοριστική, χωρίς βέβαια τότε να υπάρχει καμία ένδειξη γι’ αυτό: για το πόσο καθοριστική έμελλε να είναι. Γνώρισα έκτοτε πολλούς διονύσηδες σε διάφορα προαύλια και πάντοτε, την ώρα που γινόταν το κακό, την ώρα που άνοιγε ένα κεφάλι, βρισκόμουν κάπου εκεί κοντά, μα όχι μέσα, και έκανα κάτι άλλο, όχι το κακό. Έπαιζα ας πούμε με μπουκάλια johnson’ s ή κάτι τέτοιο. Διάβαζα μυθολογία σε άλλα παιδιά, έκανα μονόζυγο, αργότερα κάπνιζα ένα κόκκινο γκωλουάζ: αλλά δεν ήμουν ο αυτουργός του κακού. Και δεν το λέω με περηφάνια αυτό. Κανείς δεν με παρασημοφόρησε που δεν έκανα το κακό αλλά διάβαζα στα άλλα νήπια, ας πούμε ενδεικτικά, για τον Πήγασο και το Βελλερεφόντη. Κάποιες μάλιστα φορές, θεωρήθηκα δειλή, υπόγεια, ασαφής, προβοκατόρισσα: κάποιες φορές, μου ζητήθηκαν ακόμη και τα ρέστα. Στο κάτω κάτω, όταν κάνεις το κακό, αν μη τι άλλο κάτι κάνεις, ενώ όταν διαβάζεις ή καπνίζεις δεν είναι εντελώς σίγουρο ότι κάτι κάνεις.
Η ιστορία με το Διονύση επαναλήφθηκε χωρίς καμία φαντασία, χωρίς ντροπή, σα να έβγαινε από φωτοτυπικό μηχάνημα. Εγώ, μόνιμα, στόχος. Όσο πιο πολύ ζάρωνα στη γωνιά μου, τόσο πιο πολύ γινόμουν στόχος. Οι κατηγορίες ότι άνοιγα τα κρανία των συμμαθητών μου, έδωσαν με τα χρόνια τη θέση τους σε άλλες, περίπου του τύπου ότι τους άνοιγα τα παντελόνια κι ύστερα τους άφηνα σύξυλους, ενώ εγώ και πάλι βρισκόμουν στην άλλη άκρη του προαυλίου. Μπορεί εν προκειμένω να ήμουν στο δωμάτιό μου και να διάβαζα ντε Σαντ, δεν αντιλέγω: όπως και να’ χει όμως, ήμουν στην άλλη άκρη του προαυλίου.
Άλλες κατέβαζαν τα φερμουάρ.
Και ειλικρινά ως σήμερα, δεν έχω καταλήξει τι είναι πιο αμαρτωλό: ξέρω μόνον πως ήμουν στο δωμάτιό μου κλειδωμένη και διάβαζα τη Φιλοσοφία στο Μπουντουάρ.
Μετά άρχισα τα πέρα δώθε στα Εξάρχεια. Αφού προκαλούσα έτσι κι αλλιώς, είπα να επωφεληθώ. Έβαψα την κεντρική μου τούφα πορφυρή και μιλούσα σε γλώσσα λόγια και στιλπνή. Στη γλώσσα του Μαρωνίτη και του Κακριδή. Συνέχιζα άλλοις λόγοις το σκάνδαλο, εν γνώσει μου πια. Χόρευα μέσα σε τυροπιτάδικα και κάπνιζα μέσα σε ξωκλήσια. Οι διαδόσεις οργίαζαν. Κανείς δεν μπορούσε να καταλάβει τίποτα κι ήταν όλοι εκτός θέματος στις κρίσεις τους για μένα.
Όταν πια συνειδητοποίησα ότι ζούσα σ’ έναν κόσμο από μικρούς διονύσηδες, ήταν αργά. Είχα ήδη βγάλει ρίζες στον κόσμο αυτό, είχα στεριώσει, πώς το λένε: δεν είχε γυρισμό. Ή μάλλον, αναχώρηση δεν είχε.
Κι έγινα πρακτική. Άρχισε να με αφορά μόνον η επιβίωση. Η επιβίωση μέσα στην τύρβη της πόλης, μέσα στην τύρβη της ζωής, ανάμεσα σε όλους αυτούς που συζητούν για θέματα που δεν με ενδιαφέρουν. Φερ’ ειπείν για το τι τους φάνηκε ότι τους θυμίζει ένα κτίριο που είδαν φευγαλέα μια μέρα που γύριζαν απ’ τη δουλειά, που όμως τελικά δεν ήταν αυτό που νόμιζαν ότι τους θυμίζει, το οποίο και δεν θυμούνται ποιο είναι. Η επιβίωσή μου μέσα στη βαβούρα, μέσα στον άνευ λόγου κατ’ εμέ διονυσιασμό: αυτό και τίποτ’ άλλο. Διότι πολύ δύσκολα πια ενθουσιάζομαι. Διότι πολύ δύσκολα πια πιστεύω. Διότι πολύ δύσκολα εν τέλει δεν θα τρελαθώ, ανάμεσα στο ρείθρο του πεζοδρομίου και το οδόστρωμα, ανάμεσα στις φυλλωσιές από σχόλια για μένα της διαχειρίστριας της πολυκατοικίας.
Το βλέμμα του Διονύση όταν σήκωσε το αιμόφυρτο κεφάλι του και με κοίταξε είχε ένα θρόισμα: έμοιαζε με singer ραπτομηχανή ένα δευτερόλεπτο πριν ξεκινήσει να λειτουργεί. Το βλέμμα του Διονύση ένα δευτερόλεπτο πριν με γαζώσει. Η Αγγέλα δεν πήρε ποτέ θέση, ούτε είπε ποτέ ξεκάθαρα ότι ήμασταν μαζί την ώρα του κακού και ότι έκανα πως την έλουζα. Έμεινε να μας κοιτάει σαν ένα φύκι που κοιτάει ένα κοράλλι.
Όχι μόνο λοιπόν δεν είχα ανοίξει το κεφάλι του Διονύση αλλά στην πραγματικότητα ασχολιόμουν με ένα άλλο κεφάλι, το οποίο έλουζα.
Αυτός ήταν κι ο πρώτος κρίκος της αλυσίδας που προσπαθώ να σπάσω. Δεν θα βρίσω λοιπόν: την αλυσίδα αυτή είναι που προσπαθώ να σπάσω. Είμαι πολύ απασχολημένη με το να προσπαθώ να σπάσω την αλυσίδα για να βρίσω. Για το γεγονός ότι δεν βρίζω, παραπέμπω στο ποίημά μου ‘οι μίσθαρνοι’. Δεν έχει δημοσιευθεί ποτέ και πουθενά, μα όποιος θέλει πραγματικά, μπορεί να το βρει, ακόμη κι αν χρειαστεί να διαρρήξει το σπίτι μου, τα ιμάτιά του ή τους νευρώνες του εγκεφάλου μου.
Το θέμα της ηθικής είναι αυτό για το οποίο μιλώ και για το οποίο πήγα να ζήσω μόνη μου. Για την ακρίβεια, πήγα να ζήσω μόνη μαζί του. Για να λύσω τι είναι πιο κακό, αν πρέπει σώνει και ντε να υπάρχει σε αυτά κάτι το κακό: να παίρνει μια κοπέλα πίπες ή να διαβάζει μόνη, και ελαφρώς μελαγχολική, στο δωμάτιό της ντε Σαντ, Εμπειρίκο ή Γκουτιέρες;. Και κυρίως να λύσω το εάν όντως δεν έφταιγα για το άνοιγμα του κεφαλιού του Διονύση. Γιατί το κεφάλι του Διονύση έσταζε πράγματι αίμα εκείνη τη μέρα στο προαύλιο του νηπιαγωγείου δίπλα στο μύλο που ανεβαίναμε και κάναμε γύρω γύρω όλοι κι αυτό δεν είναι ούτε μεταφορά ούτε λογοτεχνική άδεια.
Γιατί είναι διάολος ο σχετικισμός και του αρέσει πολύ να τρώει σωθικά. Γιατί μπήγεται σα στυλιάρι στο συκώτι της νόησης. Γιατί σε κάνει να σέρνεσαι σε μια υπόγεια σήραγγα όπου τελικά πεθαίνεις απ’ την πείνα μες στον ύπνο σου. Γιατί μπορεί ο Διονύσης εκείνη τη στιγμή, τη στιγμή του κακού, να με κοιτούσε, να σκόνταψε πάνω στο μύλο που γύριζε ή να’ πεσε πάνω σε μια κούνια που εκείνη τη στιγμή εκτελούσε τη μέγιστη ελλειψοειδή τροχιά της. Γιατί με κοιτούσε. Γιατί μπορεί ο Διονύσης να αυτοτραυματίστηκε για να μου τραβήξει την προσοχή. Γιατί μπορεί να το έκανε μόνο και μόνο για να με ενοχοποιήσει γιατί και με την ύπαρξή μου του δημιουργούσα δυσφορία. Οπότε, υπ’ αυτές τις περιστάσεις, σωστά είπε στη νηπιαγωγό: του άνοιξα το κεφάλι. Εάν δεν ήμουν εγώ, δεν θα’ χε λυθεί η συνέχεια του δέρματος του κεφαλιού του. Ο Διονύσης εν τοιαύτη περιπτώσει είχε ακριβολογήσει διηγούμενος το περιστατικό, σε σημείο ακόμη και να του συγχωρεθεί η ανακριβής λεπτομέρεια ότι του είχα γδάρει το κρανίο με τα ίδια μου τα χέρια.
Η εναλλακτική μορφή ζωής στην περίπτωσή μου, περιττό ίσως να το πω, θα ήταν το να άνοιγα στ’ αλήθεια πού και πού κανένα κεφάλι. Η εναλλακτική μορφή ζωής θα ήταν, αυτό το σετ από καλοακονισμένα μαχαίρια που κρύβω στο σεμέν μέσα μου να το χρησιμοποιώ ενίοτε. Κι όχι από τη γνώση και το φόβο της κοφτερότητάς τους, να τα κρατάω κλειδωμένα και να’ χω για σιγουριά επίτηδες χάσει το κλειδί.